ἱματιομίσθης

ἱματιομίσθης
ἱματιο-μίσθης, , u. ἱματιο-μισθωτής, , Kleidervermieter

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιματιομίσθης — ἱματιομίσθης, ὁ (Α) αυτός που έδινε με ενοίκιο θεατρικά κοστούμια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + μισθῶ «νοικιάζω, εκμισθώνω»] …   Dictionary of Greek

  • ἱματιομίσθαι — ἱματιομίσθης one who lets out actor s costumes masc nom/voc pl ἱματιομίσθᾱͅ , ἱματιομίσθης one who lets out actor s costumes masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱματιομίσθας — ἱματιομίσθᾱς , ἱματιομίσθης one who lets out actor s costumes masc acc pl ἱματιομίσθᾱς , ἱματιομίσθης one who lets out actor s costumes masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιμάτιο — Το ένδυμα που φορούσαν οι αρχαίοι Έλληνες πάνω από τον χιτώνα. Το ι. ήταν ένα τετράγωνο ή ορθογώνιο κομμάτι υφάσματος, το οποίο χρησιμοποιούσαν όπως ήταν μετά την ύφανση, χωρίς να το ράψουν. Το φορούσαν συνήθως στους ώμους και κάλυπτε όλο το σώμα …   Dictionary of Greek

  • ιματιομισθωτής — ἱματιομισθωτής, ὁ (Α) ιματιομίσθης* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”